- λιγουρευτός
- η , ό желанный, возбуждающий страсть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιγουρευτός — ή, ό [λιγουρεύω] αυτός που προκαλεί τον πόθο, λαχταριστός … Dictionary of Greek
λιγουρευτός — ή, ό ο πολύ επιθυμητός: Το καρπούζι ήταν λιγουρευτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)